τατουάζ

τατουάζ
(tatouage, και συχνά ελληνικά δερματοστιξία). Η συνήθεια να χαράζουν επάνω στο δέρμα διάφορα σχέδια. Η λέξη τ., που έγινε διεθνής, κατάγεται από λέξη της παλαιάς γλώσσας της Ταϊτής, όπου η συνήθεια ονομαζόταν τατάου. Ανάλογα με το χρώμα του δέρματος που επικρατεί σε μια περιοχή, το τ. μπορεί να γίνει κατά δυο διαφορετικούς τρόπους· αν το δέρμα έχει έντονο χρώμα, συνηθίζονται οι διακοσμητικοί τραυματισμοί, ενώ αν, αντίθετα, το δέρμα είναι ανοικτόχρωμο, συνηθίζεται το πραγματικό τ. με τη χρησιμοποίηση χρωστικών ουσιών. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται για το τ., που κατά κανόνα χρησιμοποιούνται για τρύπημα, είναι ουσιαστικά δύο: η βελόνα, που πρέπει να εισάγει τη χρωστική ουσία κάτω από την επιδερμίδα, και το σφυράκι, με το οποίο τη χτυπούν για να τρυπήσει το δέρμα. Στους πλέον πρωτόγονους λαούς η βελόνα αποτελείται συνήθως από σκληρό αγκάθι ψαριού ή από κόκαλο καρφωμένο σε ορθή γωνία σε μια λαβή, ενώ στους πιο αναπτυγμένους λαούς οι βελόνες είναι μεταλλικές. Στους πρωτόγονους λαούς το τ. γίνεται συχνά κατά την τελετή της μύησης και έχει προορισμό να δείξει ότι το άτομο είναι πλέον ώριμο για την κοινωνική ζωή. Άλλες φορές το τ. αποτελεί διακριτικό χαρακτηριστικό της φυλής (Νέα Γουινέα, Σαν, Βιρμανία, αρχαίοι Αζτέκοι, Καρίβες κλπ.) ή ως έμβλημα τιμής ή κάστας στη Νέα Ζηλανδία, στην Ινδονησία και, για εκείνους που σκοτώνουν αγριόχοιρους, σε μερικά μέρη της Νέας Γουινέας. Στη Νέα Ζηλανδία συνηθίζονταν μερικά πολύπλοκα τ. Οι σημαντικές προσωπικότητες έκαναν τ. σε όλο το πρόσωπο με διάφορα καμπυλόγραμμα σχέδια που ονομάζονταν μόκο. Στα νησιά Τόνγκα οι άνδρες σκέπαζαν όλο το σώμα τους με τ. από τον αφαλό έως τη μέση των μηρών και, καθώς η τέχνη του τ. δεν ήταν γνωστή στα νησιά τους, ήταν υποχρεωμένοι να πηγαίνουν στη Σαμόα. Οι λαοί των νησιών Μαρκέσας είναι μάλλον οι άνθρωποι με τα περισσότερα τ. του κόσμου, γιατί το τ. επεκτείνεται και στο δέρμα του κεφαλιού, στα ούλα, ακόμα και στα βλέφαρα, τόσο που για να συμπληρώσουν το τ. χρειάζονται συχνά 30 χρόνια. Στην Ασία το τ. είναι πολύ διαδεδομένο στην Ιαπωνία, όπου, έως πριν λίγες δεκαετίες, χρησιμοποιούνταν στα καλυμμένα μέρη του σώματος με περίπλοκα σχέδια σε κόκκινο ή μπλε χρώμα. Στην Κίνα ήταν προνόμιο των έγγαμων γυναικών να μπορούν να κάνουν τ. στο σώμα τους. Μερικοί λαοί των Φιλιππίνων και της Ινδονησίας χρησιμοποιούν το τ. σε μεγάλη έκταση. Στη βόρεια Ασία (Οστιάκοι, Τζιλιάκοι) χρησιμοποιούσαν το λεγόμενο τ. με ράψιμο, που συνίστατο στο πέρασμα ενός νήματος βουτηγμένου σε χρώμα κάτω από το δέρμα με βελόνι. Στην Εγγύς Ανατολή το τ. γινόταν μόνο στο πρόσωπο και στα χέρια των γυναικών της Αραβίας. Το τ. ήταν επίσης γνωστό στους πριν από τον Κολόμβο λαούς της Αμερικής και σήμερα είναι διαδεδομένο στα νησιά της Καραϊβικής Θάλασσας. Από τους Άραβες το τ. διαδόθηκε στη βόρεια Αφρική από την Αίγυπτο έως το Μαρόκο. Στην Ευρώπη το τ. με χρώμα χρησιμοποιείται από ελάχιστα μεμονωμένα άτομα. To τατουάζ είναι ιδιαίτερα διαδομένο στην Ασία: Ιάπωνες με τατουάζ που παριστάνουν λουλούδια και ανθρώπινα πρόσωπα. Εκτέλεση τατουάζ με βελόνα στους Ιμπάν του Σαραουάκ. Καλλιτέχνης τατουάζ επιδεικνύει τις δεξιότητες του στο πρώτο φεστιβάλ τατουάζ σε νησί της Γαλλικής Πολυνησίας (φωτ. ΑΠΕ). Καλλιτέχνης χαράζει τατουάζ με σχέδιο εμπνευσμένο από αρχαίο χειρόγραφο (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
ή τατού, το, Ν
άκλ. ανθρωπολ. κάθε ανεξίτηλο σήμα, αναγραφή, σχέδιο, που εκτελείται στο δέρμα με τη χρήση βελονών και χρωστικών, αλλ. δερματοστιξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tatouage < αγγλ. tattoo «δερματοστιξία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τατουάζ — το άκλ. (λ. γαλλ.), μόνιμο ζωγράφισμα του ανθρώπινου δέρματος με διάφορες παραστάσεις: Στο μπράτσο του έχει τατουάζ τη Γοργόνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… …   Dictionary of Greek

  • δερματοστιξία — Βλ. λ. τατουάζ. * * * η η χάραξη εικόνων, σχεδίων κ.τ.ό. στο σώμα τού ανθρώπου με αιχμηρό όργανο, στιγματισμός, τατουάζ …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Πίκτοι — (Picti). Αρχαίος λαός της Βρετανίας, γειτονικός των Σκότων, με τους οποίους πολέμησε για μεγάλο διάστημα εναντίον των Ρωμαίων της Βρετανίας (2ος 3ος αι. μ.Χ.). Η κελτική ονομασία τους ήταν Βρίθοι ή Βρέτοι, που σημαίνει –όπως και το λατινικό Π.–… …   Dictionary of Greek

  • άστικτος — η, ο (Α ἄστικτος, ον) [στίζω] αυτός που δεν έχει διακοσμηθεί με στίγματα, με τατουάζ νεοελλ. αυτός που δεν έχει σημεία στίξης αρχ. (για αγρό ή κτήμα) εκείνος που δεν είναι υποθηκευμένος …   Dictionary of Greek

  • έμβλημα — Όρος που στην αρχαιότητα σήμαινε τα χρυσά, αργυρά ή χάλκινα διακοσμητικά σχέδια που έφεραν τα μεταλλικά αγγεία ή τα διάφορα άλλα μεταλλικά αντικείμενα, όπως όπλα κλπ. Επίσης ο όρος αφορούσε τα διάφορα ξύλινα ποικίλματα που προσαρμόζονταν στην… …   Dictionary of Greek

  • ανθέμιο — Διακοσμητικό στοιχείο φυτικής έμπνευσης, που το χρησιμοποίησε σε αμέτρητες ποικιλίες η αρχαία ελληνική τέχνη από την αρχαϊκή περίοδο, το πήραν οι μεταγενέστερες τέχνες, έφτασε στη νεοκλασική αρχιτεκτονική και εξακολουθεί να επιζεί. Το α. δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”